Περιγραφή
Η Αγάπη Πάει Σχολείο
Η αγάπη πάει σχολείο. Παίρνει τα παιδιά απ’ το χέρι και τους μαθαίνει τον έρωτα. Αυτά με τη σειρά τους μας παρασέρνουν να ζήσουμε μαζί τους πολλά απρόοπτα, πότε εύθυμα, πότε σοβαρά. Και στο τέλος τ’ άπραγα παιδιά μάς μαθαίνουν ν’ αγαπάμε.
Εποχή 1930. Δυο παιδιά, μαζί με τα ρήματα και τα κλάσματα, μαθαίνουν και την αλφαβήτα της αγάπης. Μέσα σε εύθυμες και σοβαρές καταστάσεις πλέκεται ένα παιδικό ειδύλλιο. Τα παιδιά πάντα είχαν συναισθηματικές ανησυχίες, άλλο που οι μεγάλοι δε θέλουν να τους το αναγνωρίσουν.
Εκείνο τον καιρό οι μπρατσέρες αρμενίζανε ακόμα στα πέλαγα. Οι σαλτιμπάγκοι περιόδευαν στα χωριά. Υπήρχαν σχολεία με εκατό παιδιά κι ένα δάσκαλο. Το ξύλο ήταν τότε παραδείσιο αγαθό. Οι τσαρλατάνοι συναγωνίζονταν τους γιατρούς. Οι δεισιδαιμονίες έσπερναν το φόβο. Μεγάλοι και μικροί διάβαζαν ιπποτικά μυθιστορήματα. Αλλά και λαϊκοί ζωγράφοι ζωγράφιζαν στους τοίχους των καφενείων.
Αυτά στο φόντο. Στο προσκήνιο ο αυθόρμητος και δροσερός κόσμος των παιδιών. Οι μεγάλοι με τις παρωπίδες τους. Ένα δημοτικό σχολείο του παράλογου. Ένα ποίημα με μια καρδιά από κάτω.
Αφήγημα που το διαπερνά η ανάλαφρη ευωδιά μιας δειλής παιδικής αγάπης.
Γιάννη Στεφανίδη, «Η αγάπη πάει σχολείο», Β έκδοση, Σίγμα, Αθήνα 1996 [Α έκδοση 1995]
Ακύρωση των προσδοκιών που ορίζεται από εμάς τους ίδιους και κείνη η κρίσιμη στιγμή της μεταμέλειας έρχεται αργά για να επανορθώσεις και να πεις το μεγάλο «ναι» στην πρόκληση. Ο έρωτας που λες και τό ‘χει «χούι» να μην ολοκληρώνεται και ν’ αφήνει εκείνο τον λυγμό που δεν ξεθυμαίνει. Και το μάθημα να το παίρνεις πολύ νωρίς, στα δέκα σου χρόνια.
Ο Πέτρος και η Μερσίνα μεγαλώνουν στη Ραφήνα με ολοζώντανες τις μνήμες που κρατούν οι πρόσφυγες από την Τρίγλια της Μικράς Ασίας. Σχολείο μονοθέσιο με εκατό παιδιά και η μέθοδος του δασκάλου το παραδείσιο ξύλο που έτσι κι αλλιώς έβρισκε εφαρμογή πρώτα στο σπίτι. Κι όμως αυτός ο δάσκαλος ξάφνιαζε τα «παιδιά» του· δεν πρόδιδε τους έρωτές τους και τους «κέρναγε» τη διασκέδαση των σαλτιμπάγκων στην πλατεία· πλατεία που μοσχομύριζε από τα τριμμένα χαμομήλια.
Λεπτές πτυχές μιας ζωής που ήξερε με όλες τις δυσκολίες να απολαμβάνει το ελάχιστο και να χαίρεται την ευφορία της λιγοσύνης. Στερημένα χρόνια σε υλικά αγαθά, πλούσια σε εμπειρίες, βαθιά συναισθήματα, μεγάλες προσδοκίες, αναζητήσεις και ανακαλύψεις του κόσμου της ζωής και του κόσμου των βιβλίων. Εκείνη, η σε όλα ανοιχτή, δεκαετία του 1930.
Και στον μικρό Πέτρο – πέρα από τον κόσμο του έρωτα – να ανοίγεται ο κόσμος της ζωγραφικής. Παρακολουθεί τον λαϊκό ζωγράφο με τον βοηθό του να ζωγραφίζουν τους τοίχους του καφενείου: «Πριν αρχίσουν, σπατουλάρανε και βάψανε τους τοίχους με ένα άσπρο επίστρωμα. Μετά βάλθηκαν με κάτι κάρβουνα, να ιχνογραφούνε τα σχέδια. Έπειτα άρχισαν με τις μπογιές και κάθε μέρα που περνούσε έβλεπα να ζωντανεύουν οι τοίχοι και να απλώνονται οι ζωγραφιές. Έβλεπα καράβια να καθρεφτίζονται με μισοανεβασμένα πανιά στην ακύμαντη θάλασσα. Φάρους σε μικρά νησάκια να ξεχύνουν ένα μελιχρό φως. Σε άλλο τοίχο καράβια να παλεύουν με τα κύματα. Πιο πέρα, ψαράδες να τραβούν την τράτα, ενώ στο βάθος καΐκια αρμενίζανε. Κι άλλα πολλά κι όλα απ’ τη θάλασσα και τους ανθρώπους της. Όλα αυτά δεν ήταν όπως τα βλέπουμε στη φύση, αλλά είχαν μια δική τους μυστηριακή ζωή κι ένα φως που λες κι έβγαινε από μέσα τους. […] Αυτοί οι ζωγράφοι λοιπόν με ξεσήκωσαν και κατάλαβα τι θέλω στη ζωή: να γίνω ζωγράφος, σαν κι αυτούς».
Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, 28/1/2019
Η Αγάπη Πάει Σχολείο πρόλογος του συγγραφέα
Κάποτε, στις ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι βρίσκουν μέσα στα χαλάσματα μια αρχαία τοιχογραφία, που έχει πέσει κάτω μαζί με τους σοβάδες. Και μετά, αρχίζει η αποκατάσταση. Μαζεύουν τα σκόρπια κομμάτια της εικόνας και προσπαθούν να την ανασυνθέσουν, σαν ένα πάζλ. Όμως, δε βρίσκονται όλα πάντοτε.
Έσκυψα κι εγώ και σκάλισα μέσα στα περασμένα να ξεθάψω τις παλιές μνήμες ώσπου να προβάλει αυτή η ξεχασμένη ιστορία. Δεν τα βρήκα όλα τα μέρη της. Κι έτσι συμπλήρωσα μερικά από μόνος μου. Δεν έχω ενοχές γι αυτό γιατί λέω ότι κι αυτά μπορούσαν κάτω από ορισμένες συγκυρίες να συμβούν. Το ευτύχημα είναι ότι μέσα σ’ αυτά τα θρύψαλα και την καταχνιά, διατηρήθηκε και η ανάλαφρη ευωδιά μιας δειλής παιδικής αγάπης.
Ως τώρα γράφτηκαν εκατομμύρια βιβλία για τον έρωτα, των μεγάλων βέβαια. Για των παιδιών, ελάχιστα. Ας δούμε όμως, μήπως και τα παιδιά ξέρουν ν’ αγαπούν; Και μήπως καμιά φορά αγαπούν πιο όμορφα από πολλούς μεγάλους;
Είναι δέκα μικρές ιστορίες που συνθέτουν αυτό το αφήγημα. Παρουσιάστηκαν οι περισσότερες από την αστεία τους πλευρά. Νομίζω ότι αυτός είναι ίσως ο πιο ανώδυνος τρόπος να μιλήσει κανείς για σοβαρά πράγματα.
Αυτή η ιστορία του Πέτρου και της Μερσίνας θα μας αποκαλύψει το μικρόκοσμο των παιδιών. Θα δούμε ότι αυτός ο κόσμος ζει τη δική του παράλληλη ζωή, που συνήθως οι μεγάλοι ούτε καν την υποψιάζονται. Θα παρακολουθήσουμε αυτά τα παιδιά σε ό,τι αστείο μα και σοβαρό έζησαν μέσα σε μια σχολική χρονιά, λαβωμένα απ’ τις σαϊτιές του αγαπησιάρη μικρού θεού, που δεν κοιτά ηλικίες. Ήταν μια ζωή γεμάτη αναπάντεχα, με βάσανα, χαρές, φόβους, προσδοκίες αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς. Τι άλλο είναι από αγάπη όταν ο Πέτρος πέφτει για χατίρι της Μερσίνας απ’ το μόλο, χωρίς να ξέρει κολύμπι;
Παιδιά, μην κάνετε κι εσείς κάτι τέτοιο, σας παρακαλώ!
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Γιάννης Στεφανίδης γεννήθηκε στη Ρωσία το 1921. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Παρθένη. Στην κατοχή χάραξε παράνομα σχέδια, έκανε πολιτικά σκίτσα σε εφημερίδες, και στη συνέχεια ζωγράφισε στους τόπους εξορίας. Κατόπιν, και παράλληλα με τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλίων και τα τελευταία χρόνια με τη λογοτεχνία. Δουλειά του παρουσίασε σε ποικίλες εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει βραβευτεί τόσο στον εικαστικό, όσο και στον λογοτεχνικό τομέα.
Εικονογράφηση: Γιάννης Στεφανίδης
Συγγραφέας: Γιάννης Στεφανίδης
ISBN: 960-425-051-5
Σελίδες: 96
Εξώφυλλο: Πανόδετο με κουβερτούρα
Διαστάσεις: 21,5×15 εκ.
Ηλικία: από 11 ετών
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.