Γιάννη Στεφανίδη, «Η αγάπη πάει σχολείο», Β έκδοση, Σίγμα, Αθήνα 1996 [Α έκδοση 1995]
Ακύρωση των προσδοκιών που ορίζεται από εμάς τους ίδιους και κείνη η κρίσιμη στιγμή της μεταμέλειας έρχεται αργά για να επανορθώσεις και να πεις το μεγάλο «ναι» στην πρόκληση. Ο έρωτας που λες και τό ‘χει «χούι» να μην ολοκληρώνεται και ν’ αφήνει εκείνο τον λυγμό που δεν ξεθυμαίνει. Και το μάθημα να το παίρνεις πολύ νωρίς, στα δέκα σου χρόνια.
Ο Πέτρος και η Μερσίνα μεγαλώνουν στη Ραφήνα με ολοζώντανες τις μνήμες που κρατούν οι πρόσφυγες από την Τρίγλια της Μικράς Ασίας. Σχολείο μονοθέσιο με εκατό παιδιά και η μέθοδος του δασκάλου το παραδείσιο ξύλο που έτσι κι αλλιώς έβρισκε εφαρμογή πρώτα στο σπίτι. Κι όμως αυτός ο δάσκαλος ξάφνιαζε τα «παιδιά» του· δεν πρόδιδε τους έρωτές τους και τους «κέρναγε» τη διασκέδαση των σαλτιμπάγκων στην πλατεία· πλατεία που μοσχομύριζε από τα τριμμένα χαμομήλια.
Λεπτές πτυχές μιας ζωής που ήξερε με όλες τις δυσκολίες να απολαμβάνει το ελάχιστο και να χαίρεται την ευφορία της λιγοσύνης. Στερημένα χρόνια σε υλικά αγαθά, πλούσια σε εμπειρίες, βαθιά συναισθήματα, μεγάλες προσδοκίες, αναζητήσεις και ανακαλύψεις του κόσμου της ζωής και του κόσμου των βιβλίων. Εκείνη, η σε όλα ανοιχτή, δεκαετία του 1930.
Και στον μικρό Πέτρο – πέρα από τον κόσμο του έρωτα – να ανοίγεται ο κόσμος της ζωγραφικής. Παρακολουθεί τον λαϊκό ζωγράφο με τον βοηθό του να ζωγραφίζουν τους τοίχους του καφενείου: «Πριν αρχίσουν, σπατουλάρανε και βάψανε τους τοίχους με ένα άσπρο επίστρωμα. Μετά βάλθηκαν με κάτι κάρβουνα, να ιχνογραφούνε τα σχέδια. Έπειτα άρχισαν με τις μπογιές και κάθε μέρα που περνούσε έβλεπα να ζωντανεύουν οι τοίχοι και να απλώνονται οι ζωγραφιές. Έβλεπα καράβια να καθρεφτίζονται με μισοανεβασμένα πανιά στην ακύμαντη θάλασσα. Φάρους σε μικρά νησάκια να ξεχύνουν ένα μελιχρό φως. Σε άλλο τοίχο καράβια να παλεύουν με τα κύματα. Πιο πέρα, ψαράδες να τραβούν την τράτα, ενώ στο βάθος καΐκια αρμενίζανε. Κι άλλα πολλά κι όλα απ’ τη θάλασσα και τους ανθρώπους της. Όλα αυτά δεν ήταν όπως τα βλέπουμε στη φύση, αλλά είχαν μια δική τους μυστηριακή ζωή κι ένα φως που λες κι έβγαινε από μέσα τους. […] Αυτοί οι ζωγράφοι λοιπόν με ξεσήκωσαν και κατάλαβα τι θέλω στη ζωή: να γίνω ζωγράφος, σαν κι αυτούς».
Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, 28/1/2019